Όταν κάνουμε βόλτες στους διαδρόμους ενός βιβλιοπωλείου σε αναζήτηση ενός βιβλίου, είτε για να το δωρίσουμε σε κάποιον είτε για να το διαβάσουμε εμείς οι ίδιοι, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που θα μας τραβήξουν την προσοχή για να διαβάσουμε το οπισθόφυλλο και να κρίνουμε αν θα το αγοράσουμε ή όχι. Άλλος έλκεται από το όμορφο εξώφυλλο· άλλος αιχμαλωτίζεται από τον τίτλο· άλλος από το όνομα του συγγραφέα, τον οποίο είτε γνωρίζει είτε έχει ακουστά και θέλει να έρθει σε επαφή με το έργο του.
Πόσοι, όμως, θα επέλεγαν ένα βιβλίο με κριτήριο τον άνθρωπο που το μετέφρασε από μία ξένη γλώσσα σε μία άλλη; Πόσοι θα παρακινούνταν προς την αγορά ενός βιβλίου από το όνομα του μεταφραστή;
Θα προσεγγίσουμε το εν λόγω ερώτημα, μέσω ενός άλλου ερωτήματος, πιο εύκολου να απαντηθεί: πόσοι θα επέλεγαν να αγοράσουν εισιτήρια για ένα θεατρικό έργο ή για μια κινηματογραφική προβολή με κριτήριο τα ονόματα των ηθοποιών που ερμηνεύουν τους ρόλους;
Η απάντηση, νομίζω, είναι προφανής: Πολλοί! Η σύνθεση ενός θιάσου ή το καστ μιας ταινίας αποτελούν, μαζί με το έργο (γνωστό ή άγνωστο), τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, εκ των βασικών κριτηρίων που γέρνουν την πλάστιγγα προς το να δούμε ή να μη δούμε μια παράσταση, μια ταινία, κ.ο.κ.
Ας δούμε τώρα τα της μετάφρασης. Όπως έχει πει ο Ralph Manheim, σημαντικός μεταφραστής από τα γερμανικά στα αγγλικά, «οι μεταφραστές είναι σαν ηθοποιοί που απαγγέλουν ένα έργο όπως θα το έκανε ο συγγραφέας του έργου αν ήξερε αγγλικά.»
Η σύνθεση ενός θιάσου ή το καστ μιας ταινίας αποτελούν, μαζί με το έργο (γνωστό ή άγνωστο), τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, εκ των βασικών κριτηρίων που γέρνουν την πλάστιγγα προς το να δούμε ή να μη δούμε μια παράσταση, μια ταινία, κ.ο.κ.
Ουσιαστικά, δηλαδή, κατά τον Manheim, η μετάφραση είναι συνώνυμη με μια ερμηνευτική απόδοση, η οποία σχετίζεται με το πρωτότυπο όπως ακριβώς σχετίζεται η δουλειά του ηθοποιού με το σενάριο (ή το θεατρικό έργο), η δουλειά του μουσικού με την παρτιτούρα, κ.ο.κ.
Πραγματικά, όπως οι ηθοποιοί και οι μουσικοί οφείλουν να μεταφέρουν στο κοινό τους τα μηνύματα, τα συναισθήματα και ό,τι άλλο μπορεί να κλειδώνει μέσα του ένα θεατρικό έργο, ένα σενάριο ή μία παρτιτούρα, έτσι και ο μεταφραστής, για να θεωρηθεί ότι κάνει καλά τη δουλειά του, πρέπει να διασφαλίσει ότι οι αναγνώστες της μετάφρασής του θα προσλάβουν και θα αφομοιώσουν το κείμενο συναισθηματικά και καλλιτεχνικά, όπως και οι αναγνώστες του πρωτοτύπου, αποκομίζοντας μια παρόμοια αισθητική και αισθητηριακή εμπειρία.
Το παραπάνω συμπέρασμα πρακτικά σημαίνει ότι όταν γνωρίζουμε την αξία ενός μεταφραστή, αυτό αποτελεί και διαβατήριο για μία διανοητική και καλλιτεχνική απόλαυση, τουλάχιστον ισάξια με εκείνη που βιώνουν οι αναγνώστες του πρωτοτύπου.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένας ακόμη λόγος που καθιστά το κριτήριο του μεταφραστή σημαντικό για την επιλογή ή μη ενός βιβλίου: το γεγονός ότι αρκετά συχνά, ο μεταφραστής αποτελεί ταυτόχρονα και εισηγητή ξενόγλωσσης λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια, είναι ο σύνδεσμος μεταξύ της παγκόσμιας λογοτεχνίας και του εκδοτικού οίκου, βοηθώντας τον τελευταίο να επιλέξει έργα που αξίζουν της προσοχής του, μέσα στον παγκόσμιο καταιγισμό βιβλίων.
O μεταφραστής, για να θεωρηθεί ότι κάνει καλά τη δουλειά του, πρέπει να διασφαλίσει ότι οι αναγνώστες της μετάφρασής του θα προσλάβουν και θα αφομοιώσουν το κείμενο συναισθηματικά και καλλιτεχνικά, όπως και οι αναγνώστες του πρωτοτύπου, αποκομίζοντας μια παρόμοια αισθητική και αισθητηριακή εμπειρία.
Αυτό σημαίνει ότι όταν παρακολουθείτε την πορεία ενός μεταφραστή, πολλές φορές διαπιστώνετε και τις επιλογές που έκανε ο ίδιος ως αναγνώστης (αφού ο μεταφραστής είναι καταρχάς και πάνω από όλα αναγνώστης των βιβλίων και μάλιστα, σε βάθος), που αν συμπίπτουν εν πολλοίς με τις δικές σας, συγκλίνουν σε ένα ακόμα ασφαλές κριτήριο για την επιλογή ενός βιβλίου.
Συνεπώς, την επόμενη φορά που θα πάτε στο βιβλιοπωλείο για ψώνια, μεταξύ ονομάτων συγγραφέα, εξωφύλλων και οπισθόφυλλων, ρίξτε μια ματιά και στον όνομα του μεταφραστή.