Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο προσκήνιο μια μεγάλη συζήτηση σε σχέση με την έμφυλη ταυτότητα, δηλαδή την αντίληψη ενός ατόμου για το φύλο στο οποίο ανήκει, είτε αυτό είναι βιολογικό είτε ψυχολογικό. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η έννοια της μη δυαδικότητας (αγγλ: Non-binary ή genderqueer), ή αλλιώς, της ύπαρξης ενός μεγάλου φάσματος ταυτοτήτων φύλου που δεν είναι αποκλειστικά αρρενωπές ή θηλυκές, που βρίσκονται, δηλαδή, έξω από το δυαδικό φύλο.
Η ταυτότητα του φύλου διαφέρει από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, εφόσον τα μη-δυαδικά άτομα έχουν μια ποικιλία σεξουαλικών προσανατολισμών, όπως ακριβώς και τα άτομα που νιώθουν αυθεντικά με το φύλο που τους έχει ανατεθεί (μη τρανς ή φυλοαμετάβατα (αγγλ: cisgender).
Η σχετική συζήτηση, φυσικά, συνδέεται άρρηκτα και με τις γλώσσες, αφού πολλές από τις γλώσσες που ομιλούνται σήμερα δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτή τη διάσταση, αποκλείοντας από τα εκφραστικά τους μέσα εκατομμύρια ανθρώπους που δεν «συμμορφώνονται» με τη δυαδικότητα.
Τα ελληνικά, όπως και τα εβραϊκά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα αραβικά και άλλες γλώσσες, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, αφού χρησιμοποιούν δυαδικές αντωνυμίες, το οποίο σημαίνει ότι δεν εμπερικλείουν στους κόλπους τους ταυτότητες φύλου που επεκτείνονται πέρα από τα ασφυκτικά όρια του αυτός/αυτή και του αρσενικού/θηλυκού.
Στα ελληνικά, για παράδειγμα, όπως και στα εβραϊκά, στα ισπανικά και σε άλλες γλώσσες, το «αυτοί» αναφέρεται σε μια ομάδα αμιγώς ανδρών ή σε μια μικτή ομάδα, ενώ το «αυτές» σε μία ομάδα αμιγώς γυναικών.
Η σχετική συζήτηση, φυσικά, συνδέεται άρρηκτα και με τις γλώσσες, αφού πολλές από τις γλώσσες που ομιλούνται σήμερα δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτή τη διάσταση, αποκλείοντας από τα εκφραστικά τους μέσα εκατομμύρια ανθρώπους που δεν «συμμορφώνονται» με τη δυαδικότητα.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι εφόσον σε μια ομάδα γυναικών βρίσκεται έστω και ένας άντρας, τότε αυτομάτως χρησιμοποιείται η αντωνυμία «αυτοί» που αφορά το αρσενικό γένος. Το ίδιο συμβαίνει και με τα επίθετα που συνδέονται με την αντωνυμία, τα οποία είναι είτε αρσενικά είτε θηλυκά.
Αυτό δημιουργεί πρόβλημα όχι μόνο στους σπουδαστές των γλωσσών που δεν συμμορφώνονται με το φύλο που τους έχει αποδοθεί (αγγλ: gender-nonconforming), αλλά και στους εν γένει ομιλητές αυτών των γλωσσών όταν θέλουν να αναφερθούν σε τέτοια άτομα. Αβίαστα, για όλα τα μη δυαδικά άτομα προκύπτει το ζήτημα του πώς να αυτοπροσδιοριστούν σε μια δυαδική γλώσσα που αποκλείει τις δικές τους ταυτότητες.
Στα αγγλικά, έχει επικρατήσει η χρήση του “they/them,” ενώ στα ελληνικά, έχει δοκιμαστεί η χρήση του ουδέτερου «το». Στις λατινογενείς, όμως, γλώσσες, καθώς και στα αραβικά, τα εβραϊκά και άλλες γλώσσες, η έννοια του ουδέτερου δεν υπάρχει, μιας και το δυαδικό φύλο αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία των ουσιαστικών.
Στα γαλλικά, τα μη δυαδικά άτομα προκρίνουν άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία νέων λέξεων που εμπεριέχουν και τις δύο αντωνυμίες, όπως την ένωση του αρσενικού “ils” και του θηλυκού “elles” που διαμορφώνει μια νέα λέξη, το “iels.” Το ίδιο συμβαίνει και με τις δεικτικές αντωνυμίες, όπου το αρσενικό “eux” ενώνεται με το θηλυκό “elles”, δημιουργώντας την καινούργια λέξη “elleux.”
Στην Podium μάς παθιάζει η πολυγλωσσία, εξ ου και παρακολουθούμε όλες τις εξελίξεις στο πεδίο των γλωσσών με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Την ίδια στιγμή, στη συντριπτική πλειοψηφία των ισπανικών επιθέτων, όπου το γράμμα “o” και το γράμμα “a” διαμορφώνουν το αρσενικό και το θηλυκό αντίστοιχα, προκρίνεται η λύση της αντικατάστασης των “o” και “a” με τα ουδέτερα “x” ή “e”, κάτι που απορρίπτεται σε θεσμικό επίπεδο από τη Βασιλική Ακαδημία των Γραμμάτων της Ισπανίας.
Σε κάθε περίπτωση, οι ομιλούσες γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί και αποτελούν το πλέον πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία νέων εννοιών και την αναζήτηση των αντίστοιχων εκφραστικών τους μέσων.
Στην Podium μάς παθιάζει η πολυγλωσσία, εξ ου και παρακολουθούμε όλες τις εξελίξεις στο πεδίο των γλωσσών με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.